περινεύριο

περινεύριο
το
πεταλιώδης μεμβράνη συνδετικού ιστού που περιβάλλει τις δέσμες τών νευρικών ινιδίων στο εσωτερικό ενός νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perineurium (< περι-* + νεύρο + επίθημα -ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περινευρίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περινευρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περινεύριο + επίθημα ίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • περινεύριος — α, ο, Ν 1. το ουδ. ως ουσ. βλ. περινεύριο 2. φρ. «περινεύριος μεταχρωματισμός» βοτ. η μεταβολή τού χρώματος ιστών τού φύλλου κατά μήκος τών κύριων νευρώσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νεύρο + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”